- κάνιον
- Λέξη ισπανικής προέλευσης που σημαίνει διώρυγα. Στα αγγλικά (canyon) αποτελεί γεωγραφικό όρο που υποδηλώνει ένα βαθύ φαράγγι ποτάμιας διάβρωσης, με απόκρημνα τοιχώματα και βάθος μεγαλύτερο από 1.000 μ. Το κ. έχει το σχήμα διαδρόμου, συχνά ελικοειδούς και χαραγμένου μέσα σε ιζηματογενές οροπέδιο, με τοιχώματα ελάχιστα επηρεασμένα από τις ατμοσφαιρικές κατακρημνίσεις εξαιτίας της ξηρότητας του κλίματος, ενώ στον βυθό του ρέει ο ποταμός που το σχημάτισε. Τα σημαντικότερα και γνωστότερα κ. είναι αυτά του ποταμού Κολοράντο, στο ομώνυμο υψίπεδο των ΗΠΑ (Αριζόνα, Γιούτα, Νεβάδα), μεταξύ των οποίων ξεχωρίζουν το Grand Canyon (με βάθος έως 1.600 μ. και πλάτος στο επάνω τμήμα του 16 έως 20 χλμ.), το Bryce Canyon, το Marble Canyon, το Glen Canyon και το Cataract Canyon, με τα οποία επικοινωνούν και άλλα πλευρικά κ. Ανάλογες μορφές, μετριότερων διαστάσεων, παρουσιάζουν μερικές χαράδρες και φαράγγια ορεινών περιοχών, συνήθως εκεί όπου υπάρχουν πετρώματα υδροδιαλυτά και τεκτονικής διάταξης: η χαράδρα, για παράδειγμα, του Βερντόν στην Προβηγκία (Γαλλία), μερικά φαράγγια των Άλπεων και των Προάλπεων της Λομβαρδίας, του Βένετο και της ισπανικής πλευράς των Πυρηναίων.
Θεαματική μορφή διάβρωσης στο Bryce Canyon της πολιτείας Γιούτα των ΗΠΑ.
* * *και κανιόν και κάνυον και κάνεν, τοάκλ.1. γεωλ. στενή και βαθιά κοιλάδα που έχει σχηματιστεί από τη διαβρωτική ενέργεια καταρρακτωδών χειμάρρων ανάμεσα σε βραχώδεις απόκρημνες πλαγιές2. φρ. τα υποθαλάσσια κάνιονστενές και βαθιές κοιλάδες με απόκρημνες βραχώδεις πλαγιές, οι οποίες καθιστούν ανώμαλη την επιφάνεια τών θαλάσσιων πυθμένων.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αμερ.-αγγλ. canyon αμερ.-ισπ. canon, πιθ. παραφθορά τού ισπ. callόn, μεγεθυντικού τού calle «οδός, δρόμος» < λατ. callis «μονοπάτι». Τής ίδιας προελεύσεως είναι και το τσεχικό klanec «ορεινή διάβαση, πέρασμα»].
Dictionary of Greek. 2013.